- σιαλώνω
- Ν [σίαλον]1. σαλιώνω2. (σχετικά με τις τροφές κατά τη μάσηση) αναμιγνύω με σάλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιάλωση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιαλώνω, η επάλειψη με σάλιο, σάλιωμα 2. φυσιολ. η έκκριση σάλιου και η διαβροχή με αυτό τών τροφών κατά τη μάσηση, η οποία αποτελεί και την πρώτη φάση τής πέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλώνω. Η λ., στον λόγιο τ … Dictionary of Greek